
Μια σύνοψη της προηγούμενης εκπομπής
Η ιστορία των Blues ξεκίνησε στο βορειοδυτικό Mississippi στα τέλη του 1800. Αρχικά ήταν μια λαϊκή μουσική δημοφιλής μεταξύ των πρώην σκλάβων που ζούσαν στο Δέλτα του Mississippi , την επίπεδη πεδιάδα μεταξύ των ποταμών Yazoo και Mississippi. Με τη Μεγάλη Μετανάστευση Μαύρων εργατών που ξεκίνησε εκείνη την εποχή, οι Blues εξαπλώθηκε στο νότο και στις υπόλοιπες Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένας σιδηροδρομικός σταθμός ήταν το σκηνικό για μια πρώιμη συνάντηση με τα μπλουζ.
Εδώ, ένας μαύρος με σπουδές κολεγίου ονόματι WC Handy,ο αρχηγός μιας έγχρωμης μπάντας, συνάντησε έναν «αδύνατο χαλαρό νέγρο» αλήτη.
Βρισκόμαστε στο Tutwiler του Mississippi και αυτό το μέρος είναι διάσημο στην μπλουζ παράδοση γιατί κάποια στιγμή γύρω στο 1903 αυτό είναι το σημείο όπου ο WC Handy θυμήθηκε ότι είχε ακούσει για πρώτη φορά τα μπλουζ.
Καθόταν εδώ και άκουσε έναν μουσικό να παίζει μια κιθάρα τραβώντας ένα μαχαίρι στις χορδές και ο Handy θυμήθηκε ότι ήταν ο πιο περίεργος ήχος που είχε ακούσει ποτέ.
Τα μπλουζ αυτοσχεδιάζονταν σε όλο το νότο για ευχαρίστηση και κέρδος.
Αργότερα, ο Handy άκουσε στο Clevelant του Mississippi , όχι πολύ μακριά από Tutwiler, μια αφροαμερικανική μπάντα εγχόρδων να παίζει μπλουζ, και είδε ανθρώπους να πετάνε
κέρματα στα πόδια τους και κατάλαβε, ότι μπορούσε να βγάλει χρήματα από αυτό.
Ο Handy κατάφερε και έλαβε εντολή να γράψει ένα τραγούδι προεκλογικής εκστρατείας για τις εκλογές στο νέο του σπίτι, στο Memphis, του Tennessee για τον μελλοντικό δήμαρχο E.H «Boss» Crump. Το 12μετρο έργο του είχε τον τίτλο «Memphis Blues» και είναι το πρώτο παράδειγμα της μουσικής που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε ως παρτιτούρα. Στη συνέχεια ίδρυσε έναν μουσικό εκδοτικό οίκο στη Νέα Υόρκη, καθώς και συνέχισε τη δουλειά του ως αρχηγός συγκροτήματος. Μέσω της δουλειάς του και της συνεισφοράς του στο είδος κέρδισε τον τίτλο «Father of the Blues».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι δισκογραφικές εταιρείες άρχισαν να κυκλοφορούν φυλετικούς δίσκους με μουσική από μαύρους ερμηνευτές για μαύρο κοινό.
Οι πρώτοι επιτυχημένοι τραγουδιστές των μπλουζ ήταν γυναίκες.
Τα στελέχη των δισκογραφικών δεν περιέγραφαν τη μουσική, άλλα προσπαθούσαν να παγιώσουν ένα κοινό,μια κοινότητα για την οποία το προϊόν τους θα μπορούσε να γίνει ένα αναγκαίο στοιχείο.
Κρατήστε στο μυαλό σας ότι τα καταστήματα όπου αγόραζαν οι λευκοί και οι μαύροι ήταν διαφορετικά λόγω του φυλετικού διαχωρισμού.
Η απειλή για τους λευκούς καλλιτέχνες όμως δεν ήταν οι μαύρες γυναίκες, ήταν οι μαύροι άντρες, έτσι οι μαύροι στη σκηνή αναγκάστηκαν να τραγουδάνε και γελοιοποιούνται.
Οι μαύρες γυναίκες θα μπορούσαν να παίξουν με το δικό τους δέρμα,αλλά ένας μαύρος έπρεπε να είναι κλόουν.
Έπρεπε να φορέσει αστεία ρούχα και να κάνει αστείους χορούς.
Υπήρχε πάντα αλληλεπίδραση, αν και όχι πάντα ευνοϊκή, μεταξύ λευκών Αμερικανών και μαύρων γυναικών.
Τους επιτρεπόταν να κάνουν ή να φωνάζουν ή να λένε ορισμένα πράγματα που οι τα μαύρα αρσενικά δεν θα μπορούσαν να πουν ή να κάνουν.
Ήταν πιο σόουμπιζ με τον τρόπο τους, παρόλο που ήταν το ίδιο μπλουζ όσο κανένας άλλος, αλλά έπρεπε να το ντύσουν με τον τρόπο του και δεν υπάρχει τίποτα σαν μια ντυμένη κυρία που να στρέφει τα μάτια, επάνω της.
Ευτυχώς ήταν από τις πιο εκπληκτικά σπουδαίες τραγουδίστριες.
Και επειδή καμία γέννηση δεν είναι πλήρης χωρίς μητέρα, η Ma Rainey ήταν, η μητέρα των Blues. Ο Rainey γεννήθηκε ως Gertrude Pridgett το 1886 στο Κολόμπους της Τζόρτζια. Έγινε για πρώτη φορά το όνομά της γνωστό ως τραγουδίστρια σε ένα talent show σε ηλικία 12 ετών και στα 16 της εντάχθηκε στο μουσικό συγκρότημα των γονιών της.
Τα πράγματα άλλαξαν μετά από μια παράσταση στο Clarksdale, όταν η Gertrude άκουσε μια νεαρή γυναίκα να τραγουδά ένα συγκινητικό τραγούδι με τίτλο Lost the love. Όπως ο Handy πριν έτσι και η Gertrude είχε την ανάλογη ευφυΐα στη μουσική και απομνημόνευσε γρήγορα ολόκληρο το τραγούδι, χρησιμοποιώντας το ως το τελευταίο τραγούδι στα shows της με μεγάλη επιτυχία.
Αφού παντρεύτηκε τον συνάδελφό της μουσικό William «Pa» Rainey, υιοθέτησε το ψευδώνυμο Ma Rainey και οι δυο τους άρχισαν να παίζουν ως «Ma and Pa Rainey- The Assassinators of the Blues». Η μπλουζ ντίβα συνέχισε να απολαμβάνει την επιτυχία, μαζί με τους Λούις Άρμστρονγκ και την Bessie Smith, η οποία ήταν επίσης προστατευόμενη της.
Η καριέρα της είναι απόδειξη ότι η σκληρή δουλειά αποδίδει καρπούς: μετά από 20 χρόνια παιξίματος σε ολόκληρη την Αμερική ολοκλήρωσε την καριέρα της με εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων και γεμάτες συναυλίες σε μερικά από τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου.

Στην απομονωμένη Αμερική της δεκαετίας του 1920, οι βασίλισσες των μπλουζ έπαιζαν σε μαύρο
κοινό, σε θέατρα και έζησαν τη ζωή τους στον μαύρο υπόκοσμο.
Όταν οι καλλιτέχνες συνήθιζαν να παίζουν και να ταξιδεύουν, θα το έκαναν αλλά θα έμεναν σε σπίτια άλλων ανθρώπων, που αποδείχτηκε ότι ήταν σπίτια που ονομάζονταν “τα διαμερίσματα με μπουφέ ” ( The Buffet Flats) στα οποία θα μπορούσατε να απολαύσετε διασκέδαση, φαγητό,αλλά θα μπορούσατε να κοιμηθείτε σε ένα κρεβάτι και θα μπορούσατε να πάρετε και κάποιον άλλο μέσα στο δωμάτιο, αν θέλετε.
Η Blues ήταν μαύρη μουσική που έβγαζε πολλά χρήματα για τους σούπερ σταρ της,αλλά η δομή της μουσικής βγήκε από τα τραγούδια της δουλειάς και τις εκκλησίες.
Η μουσική εξελίχθηκε σε Blues των 12 μέτρων, μετατρέποντας τη θλίψη σε στωισμό και την ατυχία σε χιούμορ.
Το Blues είναι σίγουρα κάτι περισσότερο από μια θλίψη.
Γιατί βασικά ένα μπλουζ, ειδικά αν ασχολείσαι με το 12μετρο, είναι στημένο σαν παιδικό τραγούδι.
Ξέρεις, επαναλαμβάνεις τη γραμμή δύο φορές και μετά έχεις την απάντηση στο τέλος.
Είναι μια χαρούμενη μουσική.
Απλώς κάποια από τα θέματα των Blues είχαν μερικές φορές αυτό το λυπηρό συναίσθημα, αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι μια θλιβερή μουσική.
Λοιπόν, πως απέκτησαν τα Μπλουζ τη 12-μετρη φόρμα που όλοι γνωρίζουμε?
Τα μπλουζ δεν είχαν αποκλειστικά 12-μετρη δομή. Ήταν συχνά 8-μετρα ή 16-μετρα. Ακόμα και 7, 10 ή 14-μετρα μπλουζ έχουν γραφτεί.
Το πρώτο 12-μετρο μπλουζ εκδόθηκε το 1908 από τον Anthony Maggio, αλλά αυτό που βοήθησε να παγιωθεί η 12-μετρη φόρμα ήταν το διάσημο “Memphis Blues” απο τον W.C Handy το 1912 που γνωρίσαμε ως τον πατέρα της Blues.
Τα 12-μετρα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν τη δεκαετία του 1910, κατέληξαν να γίνουν μεγάλες επιτυχίες και έτσι έγιναν ο μόνος τύπος τραγουδιού που οι εταιρίες ήταν πρόθυμες να ηχογραφήσουν εκείνη την εποχή.
Η επόμενη γενιά μπλουζ μουσικών, που συχνά μάθαιναν την τέχνη τους από ηχογραφήσεις, άρχισαν να μιμούνται αυτή τη φόρμα παράγοντας όλο και περισσότερα 12-μετρα μπλουζ.
Οι άνθρωποι κλειδιά στα πρώτα χρόνια ανάπτυξης της Blues.
Η πρώτη μπλουζ τραγουδίστρια που ηχογραφήθηκε ήταν η Mamie Smith το 1920 με το χιτ “Crazy Blues”
Η δισκογραφική εταιρία Columbia ψάχνοντας τραγουδίστριες σαν τη Mamie Smith, υπέγραψε με τη συνάδελφο της Bessie Smith το 1923, ξεκινώντας έτσι τη καριέρα της με το “Downhearted Blues”, μια ακόμα μεγάλη επιτυχία. Έγινε η επικεφαλής του Vaudeville κύκλου και εξυψώθηκε στο κορυφαίο θέαμα του τη δεκαετία του ’20.
Τα μπλουζ μπορεί να ήταν μια έκφραση από το κάτω μέρος της κοινωνίας,αλλά το 1923 η μπλουζ έβγαλε την πρώτη σούπερ σταρ, την Bessie Smith.
Μια σκούρα καστανή γυναίκα από το Chattanooga Tennessee, που ήταν βετεράνος για δέκα χρόνια αφού περιόδευε με μινστρέλ.
Η Bessie Smith μιλούσε για τα δεινά της ζωής για τις γυναίκες και μάλλον γι’ αυτό ήταν τόσο δημοφιλής.
Μίλησε επίσης για την ενδοοικογενειακής βία, αλλά και για το πως έπρεπε οι γυναίκες να ανταποδίδουν αν οι άντρες τους τις κακοποίησαν.
Η Bessie Smith στο απόγειό της έβγαζε 2.000 δολάρια την εβδομάδα από τις ζωντανές εμφανίσεις της.
Το 1926, οι φυλετικοί δίσκοι μπήκαν σε μια νέα αγορά, με έναν νέο τύπο νότιου σόλο καλλιτέχνη, τον Blind Lemon Jefferson, τραγουδιστή του δρόμου από το Τέξας.
Η ψηλή μοναχική φωνή του και η μοναχική κιθάρα του ακούγονταν σαν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό
στον κόσμο από τις γυναίκες του Vaudeville που είχαν κυριαρχήσει στις ηχογραφήσεις μπλουζ.
Τα Vaudeville Blues ήταν μια ακόμα πρώιμη μορφή των Μπλουζ που ερμηνευόταν κυρίως από γυναίκες μπροστά από ένα Jazz σύνολο ή πιάνο.
Τα Δυτικά χαρακτηριστικά αυτού του στυλ το έκαναν πιο εύκολο στα αυτιά των λευκών ακροατηρίων,λόγω των ομοιοτήτων του με μορφές λευκής μουσικής.
Το είδος γενικά θεωρείται ότι ξεκίνησε το 1902 όταν η Ma Rainey άρχισε να ενσωματώνει Μπλουζ τραγούδια στις Vaudeville ρουτίνες της.
Ήταν ένα διαφορετικό είδος μπλουζ αυτό του τυφλού Blind Lemon Jefferson. Είναι αυτός και η κιθάρα του. Ένα άτομο απλά ουρλιάζει στο φεγγάρι.
Δεν υπάρχει απώτερος σκοπός απλά εκφράζει την ψυχή του στο σύμπαν.
Ο Blind Lemon Jefferson μπορεί να ακουγόταν σαν φωνή που ουρλιάζε στο φεγγάρι, αλλά υποστηριζόταν από ένα επιχειρηματικό σχέδιο.
Η Paramount Records απασχολούσε τον μαύρο παραγωγό Jay Mayo Williams για να διευθύνει το τμήμα των φυλετικών δίσκων.
Στον κατάλογό του, ο Williams απηύθυνε έκκληση στους πελάτες του, ρωτώντας αν μπορούσαν να συστήσουν κάποιο νέο ταλέντο μπλουζ.
Και, κατά τύχη, έγραψε κάποιος που εργαζόταν σε ένα δισκοπωλείο στο Ντάλας στην Paramount Records και είπε ότι υπάρχει αυτός ο τύπος που παίζει εδώ δίπλα στην γωνία και ο οποίος μαζεύει τεράστια πλήθη. Οπότε αν είχαμε ένα δίσκο του,σίγουρα θα μπορούσαμε να πουλήσουμε ένα σωρό από αυτούς.
Η δισκογραφική εταιρεία νόμιζε ότι ακουγόταν απαίσια,ο Blind Lemon Jefferson αλλά το δοκίμασαν και ο δίσκος του πουλήθηκε σε όλη τη χώρα.
Έγινε ο σταρ των δισκογραφικών και η επιτυχία του τον μετέφερε μακριά από το τραγούδι στις γωνιές των δρόμων στο Τέξας.
Λένε ότι είχε δικό του αυτοκίνητο, είχε και δικός του σοφέρ να τον πηγαίνει. Ήταν ντόμπρος.
Μερικοί λένε ότι ήταν πολύ εκλεπτυσμένος.
Μερικοί άνθρωποι λένε ότι είχε μερικά από τα πιο άγρια κοστούμια που έχετε δει ποτέ.
Η επιτυχία του Blind Lemon Jefferson γέννησε ένα νέο στυλ των μπλουζ, σαν τον αλήτη με μια κιθάρα που άκουσε ο WC Handy στο σιδηροδρομικό σταθμό. Τώρα όμως δεν πούλαγε παρτιτούρες.
Αυτή τη φορά πουλούσε πολλούς δίσκους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1910 ταξίδευε συχνά στο Dallas όπου και γνώρισε ακόμα έναν σημαντικό Country Blues καλλιτέχνη, τον Lead Belly.
Ο Huddie William Ledbetter, γνωστός ως Lead Belly έπαιζε μουσική με τον Jefferson και περνούσε χρόνο μαζί του ως “οδηγός”.
Μουσικοί όπως ο Jefferson και ο Lead Belly βγήκαν μέσα από την παράδοση των Τραγουδοποιών και των Εγχόρδων συνόλων και κατά τον δικό τους τρόπο σκέψης ήταν κιθαρωδοί, όχι μπλουζίστες.
Τα Vaudeville Blues όμως που αναφέραμε τη δεκαετία του ΄20 λειτούργησαν επίσης ως πρωτοστάτες για την ηχογράφηση άλλων μπλουζ καλλιτεχνών.

Μια σημαντική φιγούρα στην ηχογράφηση των Μπλουζ, ήταν ο H.C. Speir.
Ο Speir ήταν ένας λευκός κυνηγός ταλέντων και ιδιοκτήτης δισκοπωλείου στο Jackson του Mississippi,ο οποίος σύστησε πολυάριθμους μπλουζ μουσικούς σε δισκογραφικές εταιρίες.
Έφτιαχνε demo στο μαγαζί του με ένα μηχάνημα ηχογράφησης δίσκων και τις έστελνε στις εταιρίες.
Σε όλο το νότο, οι περιπλανώμενοι τραγουδιστές ( songsters) έκαναν οντισιόν.
Ήταν μουσικοί του δρόμου είχαν μεγάλο ρεπερτόριο τραγουδιών, αλλά οι δισκογραφικές εταιρείες ήθελαν μόνο ένα πράγμα. Το χρήμα !
Ο λόγος που αυτοί οι τύποι πιέστηκαν τόσο πολύ να βοηθήσουν τα μπλουζ είναι γιατί οι δισκογραφικές εταιρείες ανακάλυψαν ότι το μπλουζ ήταν μεγάλη επιχείρηση, έτσι όλοι αυτοί οι μουσικοί που θα έτρεχαν στις οντισιον τραγουδώντας ποπ τραγούδια και μπαλάντες καταλήγουν να γράφουν ένα σωρό μπλουζ.
Η δισκογραφική εταιρεία απλώς θα πήγαινε στους τραγουδιστές και τους έλεγε
«Ελάτε όλοι όσοι θέλουν να τραγουδήσουν για εμάς».
Θα έπαιρναν ένα ξενοδοχείο, θα έμεναν όλοι τέσσερα ή πέντε άτομα σε ένα δωμάτιο, οι εταιρίες πήγαιναν και άκουγαν τα τραγούδια.
Θα διάλεγαν τα μπλουζ που τους άρεσαν και τέλος.
Υπήρχε μια περιοχή όμως που παρείχε θεαματικά ταλέντα μπλουζ για αυτή τη νότια αγορά.
The Mississippi Delta. Το Δέλτα του Mississippi.

Το πρόσφατα αποξηραμένο έλος είχε μαζέψει όλους τους νεαρούς μαύρους γιατί εκεί υπήρχε μεροκάματο στις βαμβακοφυτείες, μιας και η περιοχή μετά την αποξήρανση έγινε εύφορη.
Και αυτό σήμαινε ότι ο πληθυσμός που βρισκόταν εκεί στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν γινόταν το μπλουζ, ήταν πολύ, πολύ νέος.
Στο Delta όλοι ήταν έτοιμοι να μπουν στο νέο στυλ, το οποίο ήταν το μπλουζ, και έτσι γίνεται αυτό το τεράστιο κέντρο της μπλουζ,όχι επειδή υπήρχε κάτι αρχαίο, αλλά για ακριβώς τον αντίθετο λόγο.
Η φάρμα του Will Dockery τη δεκαετία του 1890 ήταν μια από τις μεγαλύτερες φυτείες στο Δέλτα.
Μέχρι το 1920, περισσότεροι από 2.000 εργάτες ζούσαν στο Dockery.
Ήταν σαν μια μικρή πόλη, μια πόλη που χρειαζόταν διασκέδαση το βράδυ του Σαββάτου.
Οι άνθρωποι που δούλευαν εδώ πληρώνονταν κάθε Σάββατο απόγευμα, οπότε ήταν το τέλειο μέρος για να έρθουν αυτοί οι τραγουδιστές της μπλουζ.
Ο μεγαλύτερος διασκεδαστής του Dockery ήταν ο Charlie Patton .
Ο πατέρας των Delta blues.
Οι πρώτες του ηχογραφήσεις έγιναν το 1929 για τη Paramount Records.
Ο Patton ήταν ένας πολύπλευρος τραγουδοποιός, και έπαιζε Μπλουζ, Hillbilly τραγούδια, Μπαλάντες, Country χορευτική μουσική κτλ.
Κέρδισε δημοτικότητα με τα κόλπα του,παίζοντας μερικές φορές με τη κιθάρα στα γόνατα, πίσω από το κεφάλι ή πίσω από τη πλάτη.
Το Clarksdale έχει ονομαστεί η γενέτειρα των Blues, με το ακριβές σημείο να αποδίδεται στην Dockery Plantation.

Πολλές οικογένειες και εργάτες αγρού κατέλαβαν αυτόν τον χώρο, συμπεριλαμβανομένου του Henry Sloan. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τον Sloan, εκτός από το ότι γεννήθηκε γύρω στο 1870 και ότι ήταν δημοφιλής τραγουδιστής και κιθαρίστας από τη δεκαετία του 1900. Ήταν επίσης μέντορας πολλών μελλοντικών θρύλων, συμπεριλαμβανομένων των Charley Patton, Tommy Johnson, Willie Brown και του σπουδαίου Robert Johnson.
Λέγεται ότι επιβιβάστηκε σε ένα τρένο για το Σικάγο το 1917 και απλώς εξαφανίστηκε μετά από αυτό.
Θα μπορούσε να είναι ο Henry Sloan που ο W.C.Handy άκουσε εκείνη τη μοιραία μέρα, προσθέτοντας ακόμα περισσότερο μυστήριο στον χαρακτήρα του και ενισχύοντας την επιρροή του στους Blues.
Mississippi Fred McDowell.
Ο Fred McDowell άρχισε να παίζει κιθάρα γύρω από το Rossville του Tennessee το 1920.
Επηρεάστηκε μουσικά από τον θείο του Gene Shields και αργότερα απο τον Charlie Patton.
Όπως έκαναν πολλοί άλλοι μπλουζ κιθαρίστες, χρησιμοποιούσε κυρίως ένα slide για να παίξει τα Delta Blues του.
Lonnie Johnson
Εκείνη τη περίοδο ο Lonnie Johnson ηχογράφησε πολύ επίσης.
Υπήρξε πρωτοπόρος των σόλο μελωδιών, επηρεάζοντας των Django Reinhardt, τον Charlie Christian, τον T-Bone Walker και πολλούς άλλους.
Blind Blake
Ο μπλουζίστας της Ανατολικής Ακτής Blind Blake ηχογράφησε για πρώτη φορά το 1926 για τη Paramount Records.
Ο Blake είχε μια ιδιαίτερη Ragtime τεχνική δακτυλισμών που επηρέασε πολλούς άλλους Piedmont Blues κιθαρίστες,όπως ο Αιδεσιμότατος Gary Davis και ο Blind Boy Fuller.
Son House
Το 1927, στην ηλικία των 25 ετών, ο Son House στράφηκε από την εκκλησία στα Μπλουζ
Πιθανότατα έμαθε κιθάρα από τους James McCoy και Rube Lacey και επηρεάστηκε έμμεσα από τον Blind Lemon Jefferson.
Ο House έκανε την πρώτη του ηχογράφηση το 1930 για την Paramount, μετά από πρόσκληση του Charlie Patton, μαζί με τον Willie Brown και τη πιανίστρια Louise Johnson.
O Son House υπήρξε διαμορφωτική επιρροή στον Robert Johnson και τον Muddy Waters.
Big Bill Broonzy
Αφού μετακόμισε στο Σικάγο το 1920, ο Big Bill Broonzy έμαθε να παίζει κιθάρα από τον Papa Charlie Jackson.
Το 1927 έκανε τον πρώτο του δίσκο με το “Big Bill’s Blues” και το “House Rent Stomp” τα οποία δεν είχαν καλή αποδοχή.
Η τύχη του βελτιώθηκε όμως τη δεκαετία του ’30, όπου ηχογράφησε εκτενώς και περιόδευσε με τη Memphis Minnie.
Έγινε ένας από τους πρωτοπόρους της μεταπολεμικής Chicago Blues μουσικής
και ένας πρεσβευτής της Αμερικάνικης Παραδοσιακής μουσικής στην Ευρώπη.
Leroy Carr & Scrapper Blackwell
Ο πιανίστας Leroy Carr και ο κιθαρίστας Scrapper Blackwell ηχογράφησαν για πρώτη φορά το 1928.
Το “How long, how long blues” έγινε στιγμιαία επιτυχία.
Περιόδευσαν και ηχογράφησαν μαζί εκτενώς, μέχρι το θάνατο του Carr το 1935.
Tampa Red & Georgia Tom
Ένα ακόμα πετυχημένο ντουέτο κιθάρα-πιάνο που ηχογράφησε το 1928 ήταν ο κιθαρίστας Tampa Red και ο πιανίστας Thomas A. Dorsey, γνωστός και ως Georgia Tom.
Η Hokum Blues επιτυχία τους “It’s tight like that” πούλησε εκατομμύρια δίσκους.
Στην δεύτερη εκπομπή ακούστηκαν καλλιτέχνες όπως:
Elles Bailey , The Cash Box Kings, The Record Company, Jackie Venson, A Contra Blues, Tedeschi Trucks Band, Shawn James, Ma Rainey, Shemekia Copeland, Gov’t Mule, Curtis Stigers & The Forest Rangers, John Mayall & The Bluesbreakers, Colin James, Rory Gallagher, Peter Garstenauer, Sugar Ray And The Bluetones, Lynyrd Skynyrd, Gary Moore.
Ολόκληρη η εκπομπή θα μπορείτε να την ακούσετε εδώ :
Danny Abas